- Ἱππώνακτα
- Ἵππωναξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκέρα — ἀσκέρα, η (Α) χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αγής — Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. Βλ. λ. Άγις. * * * ἀγής, ές (Α) [ἄγος] 1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος 2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός … Dictionary of Greek
ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… … Dictionary of Greek
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ιππωνάκτειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ίωνα ποιητή τού 6ου π.Χ. αιώνα Ιππώνακτα 2. φρ. «ἱππωνάκτειο μέτρο» η μετρική παραλλαγή τού τροχαϊκού τετραμέτρου την οποία επινόησε ο ποιητής Ιππώναξ σε σκωπτικά ποιήματά του, τοποθετώντας σπονδείο αντί για… … Dictionary of Greek
καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε … Dictionary of Greek
παραψιδάζω — Α αμφβλ. λ. στον Ιππώνακτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ψίδες ψιάδες, ψακάδες «σταγόνες»] … Dictionary of Greek
τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… … Dictionary of Greek
χωλίαμβος — ο, ΝΜΑ χωλός ίαμβος που επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα, τρίμετρος ιαμβικός στίχος με σπονδείο ή τροχαίο τον τελευταίο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ἴαμβος] … Dictionary of Greek